- γεωχημικός
- -ή, -ό1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη γεωχημεία2. το αρσ. ως ουσ. επιστήμονας ειδικός στη γεωχημεία.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
γεωχημικός — ο, η επιστήμονας που ασχολείται με τη γεωχημεία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)